- επικράτεια
- territoire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐπικρατεία — ἐπικρατείᾱ , ἐπικράτεια mastery fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατείᾳ — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράτεια — mastery fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικράτεια — η (AM ἐπικράτεια) [επικρατής] εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.) νεοελλ. «Συμβούλιο τής Επικρατείας» ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί… … Dictionary of Greek
επικράτεια — η 1. χώρα που υπάγεται σε ενιαία εξουσία, το κράτος, η πολιτεία. 2. «Συμβούλιο Επικρατείας», σώμα που απαρτίζεται από νομομαθείς και αποτελεί ανώτατο διοικητικό δικαστήριο και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικρατείας — ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem acc pl ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατείαι — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατειῶν — ἐπικράτεια mastery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατείαις — ἐπικράτεια mastery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατείῃ — ἐπικράτεια mastery fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράτειαι — ἐπικράτεια mastery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)